φλοιστική

φλοιστική
φλοϊστική , φλοϊστικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)
φλοιστικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φλοϊστικός — ή, όν, Α [φλοΐζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φλοϊσμό 2. φρ. «ἡ φλοϊστική φυτῶν» (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κατασκευής κάθε είδους πλεκτών αντικειμένων από τον κυρίως φλοιό νεαρών δένδρων ή τών κλαδιών τους (Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”